- σκεδάσῃς
- σκεδάννυμιscatteraor subj act 2nd sgσκεδά̱σῃς , σκεδάωscatteraor subj act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκέδαση — η / σκέδασις, άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι] σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο β) η διαδικασία τής… … Dictionary of Greek
Μπρόκχαουζ, Μπέρτραμ — (Bertram Brockhouse, Λέθμπριτζ 1918 ). Καναδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στο εργαστήριο φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Έχοντας ολοκληρώσει… … Dictionary of Greek
Κον, Βάλτερ — (Walter Kohn, Βιέννη 1923 –). Αμερικανός χημικός, αυστριακής καταγωγής. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τορόντο και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Το 1948 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο, αναπτύσσοντας… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
σκεδαστός — ή, ό / σκεδαστός, ή, όν, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι … Dictionary of Greek
Γουέινμπεργκ, Στίβεν — (Steven Weinberg, Νέα Υόρκη 1933 –). Αμερικανός φυσικός. Το 1954 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο ινστιτούτο θεωρητικής φυσικής της Κοπεγχάγης, όπου ξεκίνησε την έρευνα στη φυσική. Επέστρεψε στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
εσωτερική απορρόφηση — Ένα μέτρο της ικανότητας μιας ουσίας να απορροφά ακτινοβολία, που εκφράζεται με τον λόγο της ροής, η οποία απορροφάται μεταξύ της επιφάνειας εισόδου και εξόδου της ουσίας προς τη ροή που αφήνει την επιφάνεια εισόδου. Η ε.α. δεν εφαρμόζεται στην… … Dictionary of Greek
ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek